ὑπέκυψε

ὑπέκυψε
ὑποκύπτω
stoop under a yoke
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • υποκύπτω — ὑποκύπτω ΝΜΑ υποτάσσομαι («οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσησι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. υποχωρώ σε κάτι από ανάγκη («δεν θα υποκύψω στις πιέσεις τους») 2. πεθαίνω ύστερα από πάλη με τον θάνατο («υπέκυψε στα τραύματά του») 3. φρ. «υπέκυψε στο μοιραίο» πέθανε αρχ …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ραιτία — Ρωμαϊκή επαρχία των Άλπεων, που περιλαμβάνει το σημερινό Τιρόλο και μέρος της Βαυαρίας και της Ελβετίας. Λεγόταν και Ραιτική. Ως χώρα δεν αναφέρεται πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Η κατάκτηση πραγματοποιήθηκε από τον Δρούσο και τον Τιβέριο, μετά… …   Dictionary of Greek

  • αγονάτιστος — η, ο [γονατίζω] 1. αυτός που δεν γονάτισε 2. μτφ. αυτός που δεν υπέκυψε, δεν κάμφθηκε ηθικά ή σωματικά, άκαμπτος, αλύγιστος …   Dictionary of Greek

  • ανεξανάγκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό 2. όποιος δεν υπέκυψε σε εξαναγκασμό …   Dictionary of Greek

  • κόρυθος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πάρη και της Οινόης. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του, για να εκδικηθεί την απιστία του συζύγου της, τον έστειλε να κατακτήσει την Ελένη. Εκείνη υπέκυψε στη γοητεία του και ο Πάρης τον δολοφόνησε. 2.… …   Dictionary of Greek

  • μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… …   Dictionary of Greek

  • οχευτός — ὀχευτός, ή, όν (Α) [οχεύω] (για θηλυκό ζώο) αυτή που υπέκυψε στην οχεία, δηλαδή η έγκυος …   Dictionary of Greek

  • σκέλι — το, Ν 1. σκέλος 2. στον πληθ. τα σκέλια α) τα κάτω άκρα τού ανθρώπου, σκέλη β) τα πόδια τών τετράποδων ζώων και, ιδίως, τών οπίσθιων 3. φρ. «έβαλε την ουρά στα σκέλια» μτφ. υποχώρησε, υπέκυψε ντροπιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκέλι έχει σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”